- μεμελετημένως
- μεμελετημένως (ΑM, Μ και μεμελετημένα)επίρρ. με μελέτημσν.συνετά, μυαλωμένα, με σκέψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμελετημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. μελετῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεμελετημένως — μελετάω take thought perf part mp masc acc pl (attic doric ionic) μεμελετημένως in a practised manner indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)